- ακριβοπληρώνω
- [акривоплироно] ρ дорого платить.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
ακριβοπληρώνω — και ακριβοπλερώνω 1. πληρώνω την αξία ενός πράγματος σε υψηλή τιμή, πληρώνω ακριβά, πολύ 2. τιμωρούμαι αυστηρά για κάποιο παράπτωμά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + πληρώνω] … Dictionary of Greek
ακριβοπληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. πληρώνω κάτι ακριβά: Το ύφασμα αυτό το ακριβοπλήρωσα. 2. τιμωρούμαι αυστηρά για κάποιο παράπτωμά μου: Το λάθος μου εκείνο το ακριβοπλήρωσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)